- προανέγνωσαν
- προανέγνωσαν , πρό , ἀνά-γνοέωaor ind act 3rd pl (ionic)προανέγνωσαν , πρό-ἀναγιγνώσκωknow wellaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.